βαί̈ον

βαί̈ον
βαί̈ον, ου, τό (Egypt. word, Coptic ‘bai’.—The accents βάϊον and βάϊς are preferred by PKatz, TLZ 82, ’57, 112; 83, ’58, 316 and B-D-F §6) palm branch (1 Macc 13:51; SSol 7:8 Sym.; PFlor 37, 3; CWessely, Stud. z. Paläogr. u. Pap.-kunde 22, 1922, no. 157 [II A.D.]; cp. PTebt II p. 69. The pap prefer the form βαί̈ς [as N., but s. B-D-F §6], found also in Chaeremon Alex. in Porphyr., Abst. 4, 7.—Loanw. in rabb.) τὰ β. τῶν φοινίκων the palm branches J 12:13 (where τῶν φ. is not really needed; but TestNapht 5:4 βαί̈α φοινίκων and PLeid 13, 6, 7 [I A.D.] βαί̈α φοινί[κων]). WFarmer, JTS 3, ’52, 62–66.—DELG s.v. βαί̈ς. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βάι — (λ. τουρκ.), επιφώνημα που εκφράζει λύπη και στενοχώρια: Βάι, βάι! Τι θα κάνουμε! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάι — Φοινικόδασος της Κρήτης, μοναδικό σε όλη την Ελλάδα, στο ΒΑ άκρο του νομού Λασιθίου και του νησιού, στο εσωτερικό του όρμου Γκράντες. Το Β., που έχει κηρυχθεί αισθητικό δάσος, καταλήγει σε μια θαυμάσια αμμουδιά. Κοντά στο φοινικόδασος υπήρχε… …   Dictionary of Greek

  • βαί' — βαίᾱͅ , βαία nurse fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βᾶι — Βᾷ , Βᾶς masc dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βᾶι — βᾷ , βάζω speak fut ind mid 2nd sg (epic) βᾷ , βάζω speak fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαίω — Βαί̱ω , Βαῖος masc nom/voc/acc dual Βαί̱ω , Βαῖος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαίοις — Βαί̱οις , Βαῖος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαίου — Βαί̱ου , Βαῖος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαίων — Βαί̱ων , Βαῖος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαίῳ — Βαί̱ῳ , Βαῖος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ФИВЫ —    • Thebae,          Θη̃βαι,        1. в древнейшее время Θήβη (Ноm. Od. 9, 264. 274), по беотийски Θει̃βαι, столица Беотии, была расположена среди холмистой, хорошо орошенной, очень плодородной равнины, годной особенно для коневодства. Согласно …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”